- τυράδικο
- το, Ντυροπωλείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυράς + κατάλ. -άδικο (πρβλ. σκυλ-άδικο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυράδικο — το τυροπωλείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυροπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης τυριού, τυράδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. τυροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
τυροκομείο — το το εργαστήριο του τυροκόμου, όπου παρασκευάζεται και διατηρείται το τυρί, το τυράδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυροπωλείο — το κατάστημα, όπου πουλούν τυριά, το τυράδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)